Κυριακή, Οκτωβρίου 12, 2025

Η Ψυχολογία της Μη Ακρόασης

Η Ψυχολογία της Μη Ακρόασης
--Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε εξοικειωμένοι με ένα συγκεκριμένο είδος απαιτητικού ανθρώπου: το είδος που φαίνεται να μην μπορεί να ακούσει πολλά από αυτά που ίσως έχουμε να του πούμε. Η συμπεριφορά του μπορεί να είναι εξοργιστική - ωστόσο προκαλεί και μια βαθύτερη περιέργεια, μια περιέργεια που αγγίζει την ψυχολογία της μη ακρόασης.
--Για παράδειγμα Αναφέρουμε σε έναν φίλο ότι φέτος πήγαμε διακοπές στα Χανιά...
--Α, κι εμείς , λέει, πήγαμε πριν μερικά χρόνια εκεί και μείναμε σε ένα ένα μικρό ξενοδοχείο και τυχαία συναντήσαμε ένα φίλο μας που είναι καθηγητής στο Γέηλ και έρχεται τα καλοκαίρια με τη γυναίκα του που είναι Γαλλίδα και έχει τρία παιδιά από διαφορετικούς γάμους και....και....
--Αλλο παράδειγμα: Του λέμε ότι έχουμε έναν συνάδελφο από τη Φινλανδία στο γραφείο μας. Λοιπόν, πετάγεται αυτός, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε μια μάχη κοντά στο Ελσίνκι όπου...
--Πρόκειται για αυτούς που δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσαμε να μοιραστούμε μαζί τους - όσο επείγον ή ειλικρινές κι αν είναι - που δεν θα ενταχθεί πολύ γρήγορα σε μια από τις ασύνδετες κουβέντες τους.
--Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τέτοιες περιπτώσεις ως αποτέλεσμα έλλειψης τρόπων. Το άτομο που μιλάει ασταμάτητα για τον εαυτό του και τα θέματά του πρέπει - πρώτα και κύρια - να είναι αγενές. Δεν έχει εκπαιδευτεί να λαμβάνει υπόψη τα συναισθήματα των άλλων. Έχει ξεχάσει τους νόμους της εθιμοτυπίας.
--Είναι το αντίστοιχο, στον τομέα της συζήτησης, ενός αδίστακτου που σκουπίζει το στόμα του με το πίσω μέρος του χεριού του ή δεν τηλεφωνεί ποτέ να πει χρόνια πολλά.
--Αλλά αυτό που φαίνεται ως έλλειψη προσοχής μπορεί, στην πραγματικότητα, να πηγάζει από κάτι πολύ βαθύτερο και πιο ψυχολογικό. Δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με μια παράλειψη όσο με έναν καταναγκασμό, όχι με μια υπερβολή αλλά με μια στέρηση. --Το άτομο δεν έχει απλώς ξεχάσει πώς ακούνε, απλά δεν είναι σε θέση να το κάνει. Και ο λόγος είναι οδυνηρός: φόβος.
--Το άτομο που δεν ακούει καταγράφει μια οξεία αίσθηση κινδύνου κάθε φορά που καλείται να συντονιστεί με την πραγματικότητα κάποιου άλλου, σαν να υπήρχε μια έντονη επιλογή: ή αυτός ή εγώ.
--Καυχιούνται, κυκλώνουν τα αγαπημένα τους θέματα και φλυαρούν ασταμάτητα για να καταπολεμήσουν το άγχος και τον τρόμο της εξόντωσης. Δεν είναι εγωισμός ή υπερβολική αυτοπεποίθηση, αλλά ένα ακραίο αίσθημα ευθραυστότητας και αορατότητας.
--Ο μη ακροατής πρέπει να αποκλείσει τους άλλους για να διατηρηθεί ζωντανός.
--Αν αφήσουν τις ανησυχίες τους έστω και για λίγες στιγμές (για να μας ρωτήσουν για τη δουλειά μας ή για την πονεμένη μέση μας), μπορεί να νιώσουν ότι δεν θα τους είχε απομείνει τίποτα όταν επιστρέψουν πάλι στη συζήτηση.
--Αναπόφευκτα, πίσω από όλα αυτά υπάρχει μια θλιβερή ιστορία. Δεν μπορούν να ακούσουν επειδή - για πολύ καιρό, τα πρώτα τους χρόνια - δεν ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της απόλαυσης κανενός άλλου.
--Κανείς δεν γοητεύτηκε ιδιαίτερα από τα σχέδιά τους. Κανείς δεν θυμόταν τις μικρότερες λύπες και τους πόνους τους. Ηταν σαν να μην υπήρχαν. Έχουν εξελιχθεί υπερβολικά σε ζηλωτές φύλακες μιας αίσθησης ιδιαιτερότητας που θα έπρεπε να είχαν λάβει από τους άλλους από την αρχή της ζωής τους. Η συμπεριφορά τους χρησιμεύει μόνο για να θυμίσει τί επίτευγμα είναι να μπορείς, κατά καιρούς, να είσαι αυτός που κάνει τις ερωτήσεις και κάθεται στο πίσω κάθισμα.
--Αν μας τύχει ένας τέτοιος φίλος ας αναλογιστούμε την επόμενη φορά, με συμπόνια, την ψυχολογία του να μην ακούει και ποιες πρώιμες απουσίες που μπορεί να έκαναν μια τέτοια συμπεριφορά να μοιάζει με αναγκαιότητα.
Καλή σας ανάγνωση
Με εκτίμηση
Νανά Τσούμα
Δημοσιεύτηκε στο PsychCenter