Mark Saggal-1887-1985 "Εγώ και το χωριό" MOMA Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.
Τότε που ζούσαμε στα χωριά…
Βέβαια, τότε που μέναμε όλοι σε χωριά, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα. Ήταν δύσκολο να κυκλοφορήσεις , δεν είχες πού να πας, όλοι οι ίδιοι και οι ίδιοι, η κοινωνία κλειστή και επικριτική, δεν υπήρχαν και πολλά να κάνεις τα βράδια... ας μην τα πούμε και άλλα και μελαγχολήσουμε.
Υπήρχε όμως ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Όσον αφορά στην κοινωνική τακτοποίηση-γάμος-παιδιά-οικογένεια- υπήρχαν πολύ λίγες επιλογές για να διαλέξουμε. Αν ήμασταν 22 ετών και γυναίκα, θα υπήρχαν τρεις υποψήφιοι, άντε τέσσερις – και το αντίστροφο – και μόλις θα ζευγαρώναμε, το έργο ήταν απλό: θα κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσατε απλά για να το κάνουμε να λειτουργήσει.
Προφανώς το άτομο δε θα ήταν τέλειο , δε θα ήταν ό,τι φανταζόμασταν πλην όμως το επόμενο χωριό ήταν τρεις μέρες μακριά με τα πόδια από τα βουνά και ολόκληρη η προδοκία μας ήταν συνεπώς προσανατολισμένη στην ελπίδα και τη στέγαση.
Ναι, μπορεί να είναι λίγο πεισματάρης, ναι, βγάζει έναν περίεργο ήχο σα σφύρισμα όταν κοιμάται, αλλά είναι αρκετά έξυπνος στο να φτιάχνει τα υδραυλικά ή να βάφει τις πόρτες. Φυσικά, είναι λίγο εμμονικός με τη μητέρα του-η μάνα μου αυτό , η μάνα μου το άλλο-, αλλά τον υπόλοιπο καιρό θα λέγαμε πως είναι γοητευτικός. Βέβαια ίσως να μην έχει το ιδανικό προφίλ –η μύτη του λίγο μελιτζάνα και το πηγούνι του λίγο γαλότσα –αλλά κοιτάζοντάς τον τουλάχιστον μετά από καιρό παρατηρούσαμε πως τα χέρια του σε σχέση με το σώμα του ήταν λίγο κοντά-προτέρημα αυτό- περπατούσε ίσια και ήταν μανιακός με την καθαριότητα. Ε,μην τα θέλουμε και όλα δικά μας.
Ενώ τώρα, μακριά από εκείνα τα έρημα πια χωριά, δεν περνά ούτε δευτερόλεπτο χωρίς να «παίζει» το μάτι μας. Η μεγάλη ποικιλία μας κάνει δύσκολους.
Και τί γίνεται με κάποιον λιγότερο… κάποιον περισσότερο… κάποιον όχι τόσο…;
Σε κάποιον άρεσε βασικά αυτό που είχαμε για δείπνο την περασμένη εβδομάδα- έτσι είπε τουλάχιστον- αλλά αν ήταν βρε παιδί μου λίγο νεότερος χωρίς αυτό το πράγμα στα δόντια του ή το ελαφρώς περίεργο πίσω μέρος του κεφαλιού του-σαν περουκίνι μου φάνηκε.
Και δεν είμαστε – φυσικά – μόνο εμείς που κοιτάζουμε με αυτόν τον τρόπο. Είμαστε μόνο μια στιγμιαία στάση στον μαραθώνιο όλων των άλλων. Ένας κόσμος που σαρώνει με τα μάτια του στο μπάνιο και στο γυμναστήριο, στο λεωφορείο και στις βόλτες στο δάσος.
Και εμείς –ακόμα και στην οικειότητα της κρεβατοκάμαρας– όταν τελικά πιστεύουμε ότι βρήκαμε επιτέλους καταφύγιο, έχουμε επίγνωση ότι ο πρώην ή η πρώην μας έχει ακόμα το τηλέφωνό μας όπως έχουμε εμείς το δικό του/της και τις μυστικές ώρες θα ψάχνει όπως και εμείς να στείλουμε τον περίεργο φιλικό χαιρετισμό (του τύπου «τί κάνεις;»).
Δεν είναι σημάδι τρέλας να είμαστε παρανοϊκοί αλλά είναι τρελό να είμαστε οτιδήποτε άλλο. Σκοτώσαμε την αγάπη σε μια αδιάκοπη αναζήτηση για αυτήν.
Μπορεί να εκραγούμε κάποια στιγμή: Δεν θέλω τίποτα από όλα αυτά. Δεν αντέχω την αστάθεια. Δεν αντέχω άλλο, θέλω να πάω σπίτι.
Πόσο θα λαχταρούσαμε να υπήρχε μια θεότητα να σταματήσει οριστικά τον χορό, να αφαιρέσει αυτά τα απαίσια φωτισμένα γαϊτανάκια από τα ένοχα χέρια μας και απλά να μας πει, σαν από ψηλά, με μια αδιαμφισβήτητη θεϊκή φωνή: αυτός πάει με εκείνον, αυτός με τον άλλο . Και αυτό είναι όλο! Τέλος! Κάντε το να λειτουργήσει!
Θα το μισούσαμε, αλλά ταυτόχρονα, πόσο ήρεμοι θα νιώθαμε, πόσο σταθερές θα ήταν οι ζωές μας. Πόσο ελεύθεροι θα ήμασταν, επιτέλους, γνωρίζοντας ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να αγαπάμε εδώ και πουθενά αλλού – για πάντα χωρίς τέλος.
Θα το κάναμε δηλαδή να δουλέψει.
Απόδοση απο το έξοχο Schooloflife